ραδιοηλεκτρολογία

ραδιοηλεκτρολογία
η
τεχνική που επιτρέπει τη διαβίβαση, από μεγάλες αποστάσεις, μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… …   Dictionary of Greek

  • απολαβή — Η ωφέλεια, το κέρδος· (πληθ.) το εισόδημα, o μισθός. Ο όρος εξ απολαβής είναι ναυτικός και σημαίνει τον περιορισμό της ταχύτητας ενός σχοινιού, είτε περιτυλίγοντάς το σε στύλο ή πάσσαλο, είτε συγκρατώντας το με το χέρι (χέρι παρά χέρι). Στη… …   Dictionary of Greek

  • πολύμετρο — το, Ν (ηλεκτρ.) όργανο για τις ηλεκτρικές μετρήσεις τών ασθενών και μέτριων ρευμάτων, χρησιμοποιούμενο κυρίως στη ραδιοηλεκτρολογία, που συνδυάζει τρία τουλάχιστον όργανα: αμπερόμετρο, βολτόμετρο και ωμόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοηλεκτρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοηλεκτρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioelectńcian (< λατ. radius «ακτίνα» + ηλεκτρικός)] …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”